συσσιτιάρχης

συσσιτιάρχης
ο воен, повар-инструктор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συσσιτιάρχης" в других словарях:

  • συσσιτιάρχης — ο, Ν στρ. υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας, υπεύθυνος τού λόχου για την παρασκευή τού συσσιτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συσσίτιο + άρχης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • συσσιτιάρχης — ο υπαξιωματικός που φροντίζει για το συσσίτιο του λόχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»